- αδιάνοικτος
- και -χτος, -η, -ο (Μ ἀδιάνοικτος, -ον) [διανοίγω]αυτός που δεν διανοίχτηκε ή δεν μπορεί να διανοιχτεί, απαραβίαστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανοιχτός — ή, ό (AM ἀνοικτός, ή, όν) ο ανοιγμένος, αυτός που δεν είναι κλειστός νεοελλ. 1. ο ελεύθερος, ο δίχως εμπόδιο 2. ο πλατύς ή αυτός που έχει πλατύ ορίζοντα 3. (για καταστήματα, υπηρεσίες) αυτός που βρίσκεται σε λειτουργία, που δεν αργεί 4. (για… … Dictionary of Greek